γκαϊδός
Смотреть что такое "γκαϊδός" в других словарях:
γκαβός — και γκαϊδός, ή, ό ο αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) gavŭ < λατ. cavus. Αβάσιμη θεωρείται η αναγωγή της λ. στο αρχ. σκαμδός «αλλήθωρος»] … Dictionary of Greek
γκαβός — και γκαϊδός, ή, ό ο αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρουμ.) gavŭ < λατ. cavus. Αβάσιμη θεωρείται η αναγωγή της λ. στο αρχ. σκαμδός «αλλήθωρος»] … Dictionary of Greek